- σῆρα
- Σήρsilkwormmasc acc sgσαίρωpart the lips and show the closed teethaor ind act 1st sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σηρά — ἡ, Α (δωρ. τ.) βλ. σειρά … Dictionary of Greek
Σῆρα — Σήρ silkworm masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σήρας — σήρᾱς , σαίρω part the lips and show the closed teeth aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σειρή, και δωρ. τ. σηρά, Α νεοελλ. 1. αλληλουχία πραγμάτων, συμβάντων, καταστάσεων ή όρων κατά ορισμένη τάξη (α. «σειρά αριθμών» β. «σειρά κατευθυνόμενων ενεργειών» γ. «αλφαβητική σειρά») 2. συνεχής παράταξη ομοειδών πραγμάτων … Dictionary of Greek
χηράμβη — ἡ, Α 1. είδος κοχυλιού 2. χηραμβής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. χηραμός «οπή, κοίλωμα» (πρβλ. χηραμίς/ ύς «είδος κοχυλιού») και εμφανίζει επίθημα μ βη, όπως και άλλα ον. ζώων (πρβλ. κόλυ μ β ος, σήρα μ β ος)] … Dictionary of Greek
ԹԷՂՔ — ( ) NBH 1 0810 Chronological Sequence: Early classical գ. Որպէս Թել. շարք թելից. σηρά (սիրայ.) series. *Իբրեւ թէղք մի արձակեալ, դարձեալ անդրէն դառնայ՝ տալ խրատ հրէից. Ոսկ. ես … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)